- πρόμοχθος
- ο, ΝΑ [μόχθος]νεοελλ.μικρή τετράπλευρη μαρμάρινη πλάκα στην κάτω επιφάνεια δωρικού γείσου, τοποθετημένη πάνω από τις τριγλύφους και στο μέσο τών μετοπών, που κοσμείται με 18 σταγόνες οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους από τις αγυιέςαρχ.1. προεκτεταμένο άκρο δοκού2. (κατά τον Ησύχ.) «πρόμοχθοιτὰ προβλήματα τῶν τοίχων».
Dictionary of Greek. 2013.